ἐκαθάρισα

ἐκαθάρισα
καθαρίζω
cleanse
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαθαρίζω — 1. καθαρίζω κάτι εντελώς 2. καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, αποσαφηνίζω 3. ερμηνεύω 4. μτφ. εξοντώνω 5. φρ. α) «ξεκαθαρίζω λογαριασμούς» τακτοποιώ τις σχέσεις μου με κάποιον ή με κάποιους β) «ξεκαθαρίζω κάτι στον νου μου» καταλαβαίνω κάτι καλά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”